- προπήγνυμι
- και προπηγνύω Α1. (μτβ.) μπήγω κάτι εμπρός ή μπήγω κάτι προηγουμένως2. (αμτβ.) πήζω προηγουμένως («προπεπηγὸς δάκρυον», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πήγνυμι / πηγνύω «στερεώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
πρόπηγμα — το, ΝΑ [προπήγνυμι] νεοελλ. 1. κατασκεύασμα κατάλληλο για τη διακόσμηση ή για την προφύλαξη εξωτερικής πλευράς οικοδομήματος 2. κιγκλίδωμα, περίφραγμα αρχ. ικρίωμα, σκαλωσιά μπροστά από κάτι … Dictionary of Greek